αδιάνθιστος

αδιάνθιστος
η , ο [ος , ον ]
1) не украшенный цветами; 2) перен. сухой, серый, бесцветный;

αδιάνθιστος λόγος — невыразительная речь


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αδιάνθιστος" в других словарях:

  • αδιάνθιστος — η, ο [διανθίζω] 1. αυτός που δεν διανθίστηκε, αστόλιστος, αδιακόσμητος 2. (για λόγο) ακαλλώπιστος, άχαρος, κοινός …   Dictionary of Greek

  • αδιάνθιστος — η, ο αστόλιστος, άχαρος: Προτίμησε να αφήσει την ομιλία του αδιάνθιστη από ποιητικά και ρητορικά στολίδια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»